- μεγαλουχία
- μεγαλουχία (Α) [μεγαλούχος](κατά τον Ησύχ.) «μεγαλαυχία, ὑψηλοφροσύνη».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξουθενώνω — (AM ἐξουθενῶ, όω και έω) 1. περιφρονώ, εξευτελίζω («τῆ μεγαλουχίᾳ τῆς αὐτοῡ δικαίως ἐξουθένωται») 2. εκμηδενίζω, αφανίζω τελείως αρχ. μσν. δεν αποδίδω καμιά σημασία, παραβλέπω τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ουθενώνω (< ουθείς, μτγν. τ. τού… … Dictionary of Greek